Στις αρχές του 19ου αιώνα, το μοναστήρι γνώρισε δύσκολες στιγμές. Μετά το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, στο Άγιο Όρος εγκαταστάθηκαν Τούρκοι στρατιώτες, που διέπρατταν βιαιοπραγίες. Χάρη στη δράση του Αρχιμανδρίτου Ανατολίου Ζωγραφίτου, το μοναστήρι κατάφερε να ανακάμψει. Το 1849 μετατράπηκε και πάλι σε κοινόβιο, αφού ήταν ιδιόρρυθμο για κάποιο χρονικό διάστημα τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, η αδελφότητα του μοναστηριού αυξήθηκε, έτσι προέκυψε η ανάγκη για την ανέγερση ενός μεγαλύτερου Καθολικού, το οποίο έγινε το 1801. Κατά τα μέσα του αιώνα, στο μοναστήρι λειτούργησε σχολείο και με τη βοήθεια των διαφωτιστών Βασίλ Απρίλωφ και Νικολάι Παλαούζωφ, πολλά βουλγαρόπουλα στάλθηκαν για σπουδές στη Ρωσία.
Αν και βρίσκεται στη μακρινή Αθωνική χερσόνησο, το μοναστήρι διατηρεί πάντα μια ζωντανή σχέση με τους πιστούς στον κόσμο. Δέχθηκε βοήθεια από Βούλγαρους βασιλείς, Βυζαντινούς αυτοκράτορες, Μολδαβούς ηγεμόνες, καθώς και από τον πιστό λαό. Με τη σειρά του, το μοναστήρι, ως αντάλλαγμα, βοηθάει όλους με το φως της αλήθειας και της Χάρης του Χριστού, με την αδιάλειπτη προσευχή και τη χριστιανική διαφώτιση που εξαπλώνεται σε όλα τα Βαλκάνια και πέρα από αυτά.
Συντάκτης του κειμένου: Γκεόργκι Μίτοφ